θεογάμια

θεογάμια
Αρχαία γιορτή σε ανάμνηση των γάμων των διαφόρων θεοτήτων, κυρίως της Ήρας και του Δία, από τον γάμο των οποίων πήρε την ονομασία του ο αττικός μήνας Γαμηλιών (Ιανουάριος-Φεβρουάριος).
* * *
θεογάμια, τά (Α)
γιορτή στη Σικελία για τον γάμο τής Περσερφόνης και στην Αθήνα για τον γάμο τού Διός και τής Ήρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο-* + -γάμια (< γάμος) κατά τα επι-φάνια, θεο-ξένια].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • θεογάμια — neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεογαμία — Αρχαία γιορτή σε ανάμνηση των γάμων των διαφόρων θεοτήτων, κυρίως της Ήρας και του Δία, από τον γάμο των οποίων πήρε την ονομασία του ο αττικός μήνας Γαμηλιών (Ιανουάριος Φεβρουάριος). * * * θεογαμία, ἡ (Α) 1. γάμος τών θεών 2. (στον πληθ. ως… …   Dictionary of Greek

  • θεογαμίαν — θεογαμίᾱν , θεογαμία marriage of gods fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Теогaмии — (Θεογάμια) существовавший на острове Сицилии праздник похищения Персефоны Аидом …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Теогамии — (Θεογάμια) существовавший на острове Сицилии праздник похищения Персефоны Аидом …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • θεογαμιῶν — θεογαμία marriage of gods fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… …   Dictionary of Greek

  • ДЕМЕТРА —    • Δημήτηρ,          Ceres, дочь Кроноса и Реи, сестра Зевса (Hesiod. theog. 454), в качестве божественной матушки земли (Δημήτηρ=Γη̃ μήτηρ) была покровительницей растительного царства и преимущественно хлебных плодов. Это была.; милостивая,… …   Реальный словарь классических древностей

  • Γαμηλιών — Ο έβδομος μήνας στο αττικό και στο δήλιο ημερολόγιο, που συμπίπτει περίπου με την περίοδο 15 Ιανουαρίου – 15 Φεβρουαρίου. Το όνομα Γ. προήλθε από τη συνήθεια να γίνονται οι γάμοι κατά τον μήνα αυτό, που ήταν ιερός της Ήρας Γαμηλίας, προστάτιδας… …   Dictionary of Greek

  • ԱՍՏՈՒԱԾԱՄՈՒՍՆՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0326 Chronological Sequence: 6c գ. Բառ հեթանոսական, Ամուսնութիւն չաստուածոց. θεογαμία deorum matrimoium, vel connubium *Ոչ ընդունել աստուածամուսնութիւնս եւ աստուածանութիւնս, եւ որք զհետ երթան երկոցուն՝ անբաւ եւ դժնակ աղէտք. Փիլ. ՟ժ. բան …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”